νεηλιφής

νεηλιφής
νεηλιφής, -ές (Α)
αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)*- + -ηλιφής (< αλιφ-, μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ-ηλιφής. Το -η- τού τ. (αντί -αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεηλιφεῖς — νεηλιφής fresh plastered masc/fem acc pl νεηλιφής fresh plastered masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”