- νεηλιφής
- νεηλιφής, -ές (Α)αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)*- + -ηλιφής (< αλιφ-, μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ-ηλιφής. Το -η- τού τ. (αντί -αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.